ξαναπατώ

ξαναπατώ
-άω
1. (μτβ.) πατώ ξανά
2. πηγαίνω ξανά κάπου («δεν θα ξαναπατήσω στο σπίτι του»)
3. φρ. «δεν τήν ξαναπατάω» — δεν ξαναπέφτω στο ίδιο λάθος, δεν επαναλαμβάνω το ίδιο λάθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”